ἡσυχόωσα

ἡσυχόωσα
ἡσυχάω
pres part act fem nom/voc sg (epic)
ἡσυχάζω
keep quiet
fut part act fem nom/voc sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ησυχώ — (Α ἡσυχῶ, άω) [ήσυχος] νεοελλ. ηρεμώ, γαληνεύω («ο γιαλός... πάλιν ησυχά τη μάχη του την τόση», Τζάν.) αρχ. μόνο η μτχ. ἡσυχόωσα, ως γλώσσα στη μτχ. γαληνιόωσα, σε σχόλ. τού Οππ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”